- φραγκόπαπας
- Katolik papazı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φραγκόπαπας — ο, Ν Ρωμαιοκαθολικός παπάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + παπάς] … Dictionary of Greek
φραγκόπαπας — ο πληθ. άδες, ιερέας των Φράγκων (καθολικών), καθολικός ιερέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)